- μερικός
- -ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) [μέρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)νεοελλ.φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστανεοελλ.-μσν.1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)β) λίγοι, λιγοστοίμσν.1. ορισμένος2. λίγος3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός4. αρκετός, κάμποσος5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»7. μοναδικός8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόνη επιμέρους εξέταση9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.επίρρ...μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώςνεοελλ.περιορισμένα, ανεπαρκώςμσν.1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα2. λεπτομερώς.
Dictionary of Greek. 2013.